- στηλύδριον
- τὸ, Αυποκορ. τού στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek